- ταξιάρχῳ
- ταξίαρχοςcommander of a corpsmasc dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ταξιαρχώ — έω, ΜΑ [ταξίαρχος] μσν. 1. (κυρίως για τον Θεό) κυβερνώ, διοικώ 2. εκκλ. (σε μοναστήρι) έχω το αξίωμα τού ταξιάρχου αρχ. 1. είμαι διοικητής στρατιωτικού τάγματος ή μοίρας πλοίων 2. είμαι ένας από τους δέκα ανώτερους διοικητές τού στρατού κάθε… … Dictionary of Greek
ταξιάρχω — ταξίαρχος commander of a corps masc nom/voc/acc dual ταξίαρχος commander of a corps masc gen sg (doric aeolic) ταξιάρχης masc gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)